- συναπάρτισμα
- το составление, образование (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συναπάρτισμα — το, Ν καθετί που έχει συντεθεί από πολλά μέρη ή στοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συναπαρτίζω. Η λ., στον πληθ. συναπαρτίσματα, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek